- πατραγαθίας
- πατραγαθίᾱς , πατραγαθίαvirtue of one's fatherfem acc plπατραγαθίᾱς , πατραγαθίαvirtue of one's fatherfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατραγαθία — η, ΝΜΑ οι αρετές ή οι ένδοξες πράξεις τού πατέρα ή τών προγόνων («ἀνδραγαθίας, οὐ πατραγαθίας μισθοὺς και δωρεὰς δίδωμι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αγαθία (< άγαθος < ἀγαθός), πρβλ. ανδρ αγαθία] … Dictionary of Greek